προσγειώνομαι

προσγειώνομαι
προσγειώνομαι, προσγειώθηκα, προσγειωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αεροπροσγειώνομαι — και αεροπροσγειούμαι προσγειώνομαι ερχόμενος από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • προσγειώνω — προσγείωσα, προσγειώθηκα, προσγειωμένος 1. φέρνω μηχανοκίνητο πετούμενο ξανά στη γη (αεροπλάνο, αερόστατο, διαστημόπλοιο). 2. το μέσ., προσγειώνομαι κατεβαίνω από τον αέρα στη γη: Tα αεροπλάνα προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του νησιού. 3. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”